- ἐπωλένιος
- ἐπωλένιος, ον,A upon the arm,
-ένιον κιθαρίζειν h.Merc.433
, 510;φορέειν A.R.1.557
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ένιον κιθαρίζειν h.Merc.433
, 510;φορέειν A.R.1.557
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επωλένιος — ἐπωλένιος, ον (Α) [ωλένη] 1. αυτός που φέρεται, κρατιέται στην αγκαλιά κάποιου («ἐπωλένιον φορέουσα Πηλεΐδην Ἀχιλλῆα», Απολλ. Ρόδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἐπωλένιον κιθαρίζειν» κρατώντας την κιθάρα) … Dictionary of Greek
ἐπωλένιον — ἐπωλένιος upon the arm masc/fem acc sg ἐπωλένιος upon the arm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)